ξεψειριάζω

ξεψειριάζω
και ξεψειρίζω
απαλλάσσω κάποιον ή απαλλάσσομαι ο ίδιος από τις ψείρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + ψειριάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεψειριάζω — ξεψειριάζω, ξεψείριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεψειριάζω — ξεψείριασα, μτβ. και αμτβ., απαλλάσσω κάποιον ή απαλλάσσομαι από τις ψείρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεψείριασμα — και ξεψείρισμα, το [ξεψειριάζω / ξεψειρίζω] απαλλαγή από τις ψείρες …   Dictionary of Greek

  • ψειρίζω — ψείρισα, ψειρισμένος 1. καθαρίζω κάποιον από τις ψείρες, τον ξεψειριάζω. 2. αποσπώ από κάποιον χρηματικά ποσά, κλέβω. 3. ελέγχω σχολαστικά: Τι το ψειρίζεις το κείμενο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”